- βλαστολογάω
- βλαστολογάω / βλαστολογώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), βλαστολόγησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βλαστολογώ — βλαστολογώ, βλαστολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. βλαστολογάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής